- κατατρέπω
- κατατρέπω (Α)1. τρέπω σε φυγή2. μέσ. κατατρέπομαικαταβάλλω, νικώ κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῑρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», Γρηγ. Ναζ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάτροπος — κατάτροπος, ον (Α) [κατατρέπω] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τα κάτω, που έχει τροπή προς τα κάτω («κατάτροπον κάταντες», Ησύχ.) 2. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ κατάτροπα (ειδ. στη μουσ.) (κατά τον Πολυδ.) μέρη τού κιθαρῳδικού νόμου … Dictionary of Greek
κατατρεπτικός — κατατρεπτικός, ή, όν (Α) [κατατρέπω] αυτός που έχει τη δύναμη να τρέπει προς τα κάτω, ο ικανός να αναστρέφει. επίρρ... κατατρεπτικῶς (Α) ανάστροφα … Dictionary of Greek
κατατροπή — κατατροπή, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. κατατροπά, ά) [κατατρέπω] μσν. πόρος, διέξοδος, διαφορετική κατεύθυνση για έξοδο υγρού («παντοῡ μὴ ἔχον πόρον ἢ καί τινα κατατροπὴν εἰς τὸ νερὸν ἐκστάζειν», Βέλθανδρ.) αρχ. 1. (στον δωρ. τ.) ά κατατροπά ονομασία ενός… … Dictionary of Greek